«Ήμουν κι εγώ μετανάστης...»

Η Ιστορία κύκλους κάνει. Ή, επί το λαϊκότερον, εκεί που είσαι ήμουνα, εδώ που είμαι θα ’ρθεις. Το προσφυγικό, λόγω του πολέμου στη Συρία, έχει αναδειχθεί σε μείζον παγκόσμιο ζήτημα, όμως παρόμοια ήταν η μοίρα και άλλων ταλαιπωρημένων και απελπισμένων ανθρώπων πριν από δεκαετίες.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Ελλάδα θύμιζε ερείπιο, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Εμφύλιος έδωσε τη χαριστική βολή. Ακόμη κι ένα κομμάτι ψωμί έμοιαζε πολυτέλεια. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες αναζήτησαν ένα μεροκάματο, μια καλύτερη ζωή, λίγη ασφάλεια μακριά από τα συντρίμμια. Οι περισσότεροι ακολούθησαν τον γνωστό δρόμο. Όπως και σήμερα. Προς την Κεντρική Ευρώπη. Τις δεκαετίες ’50 - ’60 η Γερμανία «στρατολόγησε» μεγάλο αριθμό ξένων εργατών, κυρίως Ελλήνων, Τούρκων και Ιταλών, με σκοπό να αυξήσει τη βιομηχανική παραγωγή της. Εκείνη την εποχή εθεωρείτο ότι οι περισσότεροι γκασταρμπάιτερ (φιλοξενούμενοι εργάτες) κάποια στιγμή θα έφευγαν από τη Γερμανία. Αντιθέτως, πολλοί από εκείνους τους ξένους εργάτες έμειναν τελικά μόνιμα στη χώρα και σήμερα περί το 10% του γερμανικού πληθυσμού προέρχεται από μετανάστες.

Στις 30.3.1960 η Δυτική Γερμανία υπέγραψε μια ειδική συμφωνία με την Ελλάδα «περί μισθώσεως και μεσιτεύσεως ελληνικού εργατικού δυναμικού». Ήδη εκείνη την εποχή 200.000 Ιταλοί ζούσαν και εργάζονταν στη Γερμανία. Παρά ταύτα, το «οικονομικό θαύμα» χρειαζόταν κι άλλα χέρια. Οι γκασταρμπάιτερ προέρχονταν κυρίως από τις φτωχότερες και πιο κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες: της Μεσογείου.

Τέτοιες μέρες, στις 20.12.1955 (παρεμπιπτόντως, αύριο Παρασκευή είναι η Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη) Δυτική Γερμανία και Ιταλία υπέγραφαν την πρώτη σχετική συμφωνία. Παρόμοιες συμφωνίες με αυτές της Ελλάδας υπέγραψε η Γερμανία και με την Ισπανία το 1960, την Τουρκία το 1961, το Μαρόκο το 1963, την Πορτογαλία το 1964, την Τυνησία το 1965 και τη Γιουγκοσλαβία το 1973. Η συντριπτική πλειονότητα των εργατών δούλεψε στη βαριά βιομηχανία, τις κατασκευές, την αυτοκινητοβιομηχανία και τη βιομηχανία εξόρυξης. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές αυτών των συμφωνιών, οι – κυρίως άνδρες – αλλοδαποί εργάτες έμεναν στη Γερμανία για ένα - δυο χρόνια κι έπειτα έπρεπε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους για να δημιουργηθούν θέσεις για άλλους ξένους εργάτες. Η πολιτική αυτή είχε διττό σκεπτικό: να αποτρέπει τη μόνιμη εγκατάσταση και να απασχολεί στον τομέα της βιομηχανίας τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό εργατών από τις χώρες προέλευσης.

Το 1960 ο αριθμός των αλλοδαπών που ζούσαν στη Γερμανία ήταν ήδη 686.000 ή το 1,2% του συνολικού πληθυσμού. Μεταξύ 1961 - 1973, οπότε μπήκε φρένο στην εισροή γκασταρμπάιτερ, ο αριθμός των αλλοδαπών στη Γερμανία έφτανε τα 4 εκατ. και το 6,7% του συνολικού πληθυσμού της.

Έως το 1973 η χώρα από την οποία προέρχονταν οι περισσότεροι γκασταρμπάιτερ δεν ήταν πια η Ιταλία, αλλά η Τουρκία. Οι Τούρκοι αποτελούσαν το 23% των ξένων που ζούσαν στη Γερμανία, οι Έλληνες το 10%, οι Γιουγκοσλάβοι το 17%, οι Ιταλοί το 16% και οι Ισπανοί το 7%. Η Γερμανία μεταξύ 1960-1976 δέχτηκε 623.300 Έλληνες γκασταρμπάιτερ. Δηλαδή το 84% της συνολικής ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Ευρώπη κατέληξε στη συγκεκριμένη χώρα. Το 1971 ο Νικόλαος Γ. Παπαδόπουλος, με σπουδές Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης μεταξύ 1962-65, εξέδωσε μια βαρυσήμαντη έρευνα για τη μετανάστευση «ως κοινωνικό - οικονομικό πρόβλημα» με στόχο τη συμβολή στη διερεύνηση των αιτιών μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τη Γερμανία και των προβλημάτων διαμονής κι εργασίας εκεί.

Στο πόνημά του, το οποίο συνέταξε στη Βόννη με συγκεκριμένη μεθοδολογία έρευνας, περιλαμβάνονται πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, αλλά και οι αυτούσιες απαντήσεις των προερχόμενων από τη χώρα μας γκασταρμπάιτερ για το τι συνάντησαν εκεί. Μάλιστα, το πρωτότυπο κείμενο είχε εκδοθεί στα γερμανικά. Κάτω από 35 ετών Το 1969, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, οι Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία προέρχονταν από: τη Μακεδονία, που αποδεκατίστηκε, σε ποσοστό 40,2%, την Περιφέρεια Πρωτευούσης 13,7%, την Πελοπόννησο 7,5%, τη Θράκη 8,3%, τα νησιά του Αιγαίου 4,4%, την Ήπειρο 7,3%, τη Θεσσαλία 6,9%, τη Λοιπή Στερεά Ελλάδα και Εύβοια 4,04%, τα νησιά του Ιονίου 2,2% και την Κρήτη 2,7%.

Κάθε συνέντευξη με Έλληνα μετανάστη για τις ανάγκες της έρευνας του Ν. Παπαδόπουλου διαρκούσε περισσότερες από τέσσερις ώρες προκειμένου να απαντηθεί όλο το ερωτηματολόγιο. Η ηλικία των μεταναστών ήταν: Μεταξύ 18-20 ετών το 6,6%. Μεταξύ 20-25 ετών το 16,6%. Μεταξύ 25-30 ετών το 36,6%. Μεταξύ 30-35 ετών το 26,6%. Μεταξύ 35-40 ετών το 10%. Μεταξύ 40-50 ετών το 3,5%.

Απ’ αυτούς, δημοτικό σχολείο είχε τελειώσει το 76,6%, μερικά έτη στο γυμνάσιο είχε κάνει το 13,3% και απόφοιτοι (εξατάξιου) γυμνασίου ήταν μόλις το 10%. Απ’ όσους είχαν κάποιο επάγγελμα όσο ζούσαν στην Ελλάδα, το 40% ήταν γεωργοί. Θα πρέπει να αναφερθεί όμως ότι, από το σύνολο των Ελλήνων μεταναστών μέχρι το 1969, το 42,2% ήταν άνευ επαγγέλματος.

Το 63,3% όσων μετανάστευσαν στη Γερμανία και συμμετείχαν στην έρευνα ήταν ελεύθεροι και το 36,6% έγγαμοι. Από τους έγγαμους το 90% είχε να θρέψει και παιδιά που ακόμα ήταν στην Ελλάδα. Από τους ερωτηθέντες εργάτες, κάτω του ενός έτους διαμονή στη Γερμανία είχε το 80%, ενώ μόλις το 6,6% διέμενε στη χώρα άνω των δυο ετών. Στη Γερμανία βρέθηκε μέσω γραφείου εργασίας (και έπειτα από ιατρική εξέταση) το 76,6% των ερωτηθέντων, μέσω προσωπικής προσκλήσεως από εργοστάσιο και κατόπιν συστάσεως από έναν ήδη Έλληνα γκασταρμπάιτερ το 16,6%, ενώ το 6,6% πήγαν ως τουρίστες και προσελήφθησαν κατόπιν ως εργάτες. Χρέη, λουκέτα, ανεργία Στην ερώτηση για ποιο λόγο έφυγαν από την Ελλάδα για τη Γερμανία, οι μετανάστες έδωσαν μεταξύ άλλων τις εξής απαντήσεις: Με αυτά τα οικονομικά που είχα στο σπίτι, μόλις που θα μπορούσα να στείλω τα παιδιά μου στο γυμνάσιο στην πόλη. Και δεν θα ήθελα να μείνουν τα παιδιά μου αγρότες, όπως εγώ».

Αφού έπρεπε να κλείσω το κατάστημα, δεν είχα τίποτα για να μπορώ να αποπληρώσω τα χρέη για το σπίτι που έκανα στην πόλη. Οι ελιές αυτήν τη χρονιά δεν είχαν τίποτα. Κι έφυγα». Σκέφτηκα ότι όσο έχω χρέη στην τράπεζα δεν θα μπορούσα να ξεχρεώσω αν έμενα στην Ελλάδα δίχως να έχω δουλειά. Αποφάσισα να φύγω στη Γερμανία για να μπορέσω γρηγορότερα να εξοικονομήσω όσα χρωστούσα».

Ήθελα να καλυτερεύσω τη ζωή μου, να μη μείνω γεωργός, γιατί ο γεωργός είναι το τελευταίο επάγγελμα για εμάς στην Ελλάδα, ο αγρότης δεν έχει καμία αξία στην κοινωνία».

Στην Ελλάδα εργαζόμουν πολλές ώρες τη μέρα, 15 ώρες, και γι’ αυτό ζήτησα μια αύξηση μισθού. Το αφεντικό μου, όμως, δεν μου έδωσε. Μόλις είπε “όχι” σκέφτηκα αμέσως τη Γερμανία, μια που είχα μάλιστα ακούσει ότι για υπερωρίες πληρώνουν εκεί περισσότερα».

Το πρόβλημα ήταν ότι θα άφηνα τη γυναίκα μου με τέσσερα παιδιά και θα ’φευγα. Αλλά κι αν έμενα στο σπίτι, δεν θα ήταν καλύτερα για την οικογένειά μου. Γι’ αυτό και αποφάσισα να φύγω, να σκέφτομαι την οικογένεια και να κάνω καθετί γι’ αυτήν». Ένιωθα κατώτερος» Για το τι συνάντησε στη Γερμανία, το 60% των ερωτηθέντων απάντησε ότι περισσότερο αρνητική εντύπωση έκαναν ο καιρός και το πρόβλημα της γλώσσας. Στα θετικά το 73% δήλωσε εντυπωσιασμένο από την τεχνογνωσία και τεχνολογική ανάπτυξη που συνάντησε στη Γερμανία, αλλά και το σύστημα που υπήρχε στην εργασία. Ιδού μερικές από τις απαντήσεις - μαρτυρίες: Στην Ελλάδα ήθελα με κάθε τρόπο να ξεχρεώσω και αυτό θα το κατόρθωνα αν θα ερχόμουν στη Γερμανία. Θα έβλεπα μετά τι θα κατάφερνα. Άκουγα ότι σε 8 ώρες δουλειά τη μέρα παίρνει κανείς 2,5-3 μάρκα την ώρα και ότι μπορεί να κάνει και υπερωρίες για τις οποίες πληρώνεται πιο πολλά. Δεν ήξερα, όμως, ότι εδώ χρειάζεται κανείς για ένα κιλό ψωμί ένα μάρκο. Δεν λογάριαζα έτσι, γιατί δεν τα ήξερα αυτά. Σκεπτόμουν ότι για δωμάτιο και φαγητό χρειάζεται κανείς και εδώ τόσα, όσα στην Ελλάδα, αλλά το μάρκο δεν ήταν 7 δραχμές όπως στην Ελλάδα. Στη Γερμανία ένα μάρκο είναι ένα μάρκο».

Στην αρχή ένιωθα εδώ στη Γερμανία ότι ήμουν κατώτερος επειδή δεν ήξερα τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα. Είχα ένα συναίσθημα μειονεκτικότητας, όπως είναι βέβαια φυσικό αν πρέπει να ζει κανείς σε μια ξένη χώρα, σαν ξένος μεταξύ ξένων». Συνθήκες εργασίας

Σχετικά με τις συνθήκες στην εργασία δεν υπήρχαν και λίγα παράπονα: Φανταζόμουν ότι θα έβρισκα μια καλύτερη εργασία, δηλαδή καθαρότερη. Σαν ξένος, όμως, κάποιος κάνει βαριές κι άσχημες δουλειές, επειδή δεν ξέρει κανείς τη γλώσσα και αυτό το εκμεταλλεύονται οι επιχειρήσεις. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αλλά καταλαβαίνουμε. Και βλέπουμε ότι οι ξένοι παίρνουν πάντοτε τις άσχημες, ακάθαρτες και ανθυγιεινές εργασίες. Έτσι συνέβαινε τουλάχιστον τότε στην αρχή στο εργοστάσιο. Οι εργοδότες νόμιζαν ότι οι ξένοι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οποιαδήποτε εργασία. Εμείς εργαζόμασταν πάρα πολύ και οι Γερμανοί επόπτες και συνάδελφοι μας κορόιδευαν».

Περίμενα όλοι οι άνθρωποι να είναι εδώ πραγματικά πολιτισμένοι και ότι σε εμάς τους ξένους θα έδειχναν περισσότερη κατανόηση και φιλικότητα. Αλλά αυτοί μάς έβλεπαν και νόμιζαν ότι επειδή ήρθαμε εδώ σημαίνει ότι δεν είχαμε στο σπίτι να κάνουμε τίποτα. Ότι ήμασταν πεινασμένοι και γι’ αυτό ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε τα πάντα και να φερόμαστε όπως ήθελαν αυτοί. Με απειλούσαν ότι θα με έστελναν πάλι πίσω στην πατρίδα μου όπου δεν θα είχα καμία δουλειά».

Το είδος της δουλειάς το βρήκα καλύτερο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Η δουλειά μου δεν είναι δύσκολη. Νόμιζα ότι η δουλειά που θα έπαιρνα θα ήταν δύσκολη και βαριά επειδή δεν έχω γνώσεις ειδικές». Η δουλειά μου ήταν ευκολότερη απ’ ό,τι είχα φανταστεί, αλλά ύστερα από έναν μήνα διαπίστωσα ότι δεν έπαιρνα όσα χρήματα θα περίμενα». Διαμονή και σχέσεις Όσο για τη διαμονή και τις κοινωνικές σχέσεις; Κι εκεί ήταν υπαρκτά τα προβλήματα για αρκετούς μετανάστες, ακόμα και με κρούσματα ρατσισμού, όπως προκύπτει από την έρευνα: Όταν είδα το κρεβάτι, έκλαψα, αν και είμαι 30 χρονών. Ένα τέτοιο σπίτι δεν είχα ποτέ στην πατρίδα μου, ούτε για τα ζώα του σπιτιού. Ήταν καλύτερο εκείνο στην Ελλάδα. Έκανε τόσο κρύο εδώ που δεν μπορούσε κανείς να κοιμηθεί. Ο διερμηνέας μάς έδινε μόνο υποσχέσεις και αντί για σόμπα μάς έφερε ακόμα μια κουβέρτα».

Στην αρχή μου φαίνονταν πολύ ευγενικοί, μετά όμως ήθελαν εγώ να εργάζομαι περισσότερο και να κάνω ό,τι έπρεπε να κάνουν εκείνοι οι ίδιοι. Όταν δε τους είπα ότι δεν ήμουν ανόητος, άρχισαν να λένε ότι πρέπει να φύγουν οι ξένοι εργάτες και ότι ο Χίτλερ έκανε καλά. Μου έδωσαν την εντύπωση ότι τόσο εμένα, όσο και όλους τους ξένους δεν μας βλέπουν με καλό μάτι. Δεν είναι βέβαια όλοι έτσι, υπάρχουν κι άλλοι που είναι απέναντί μου πολύ ευγενικοί και μ’ αυτούς καταλαβαινόμαστε». Ο φτωχός και η μοίρα του Δυσκολίες μεγάλες, προσδοκίες συχνά ανεκπλήρωτες, αλλά κι ένα σύστημα εργασίας συγκροτημένο, μεθοδικό. Κάποιοι τα βρήκαν ευκολότερα, όμως πολλοί ταλαιπωρήθηκαν. Πρόβλημα στη γλώσσα, πόνος για την οικογένεια που έμεινε πίσω, νοσταλγία για την πατρίδα, ξενιτιά, μοναξιά, από σκληρή ώς κι εξοντωτική δουλειά, κάποιες φορές κι απανθρωπιά. Αλλά και περισσότερα χρήματα. Κι ένα μάλλον σίγουρο μεροκάματο, έστω για μερικά χρόνια, άλλες φορές και για πάντα.

Οι εμπειρίες των μεταναστών έκρυβαν πίκρες, ανασφάλεια, αδικίες, αλλά και μερικά μάρκα στην τσέπη, τα οποία έθρεφαν οικογένειες στην Ελλάδα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού ή ουδέν καλόν αμιγές κακού, όπως ανέφερε και ο επιστήμων Ν. Παπαδόπουλος στα συμπεράσματά του. Κι αν τότε έφευγαν για τη Γερμανία οι άνεργοι και οι ανειδίκευτοι που έβλεπαν ότι στην Ελλάδα δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, σήμερα στον ήλιο μοίρα δεν έχουν ούτε όσοι έχουν πτυχίο.

Μεταξύ 2009-2013, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μετανάστευσαν από την Ελλάδα για χώρες κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης, πολλοί εκ των οποίων στη Γερμανία, περισσότεροι από 230.000, στην πλειονότητά τους νέοι άνθρωποι, με πανεπιστημιακή μόρφωση. Καταδικασμένοι σε μακροχρόνια ανεργία και ανέχεια αν δεν περνούσαν τα σύνορα. Η Ιστορία κύκλους κάνει...

Via


Share/Bookmark
Post A Comment
  • Τα σχόλια σας ΕΔΩ . . Comment using Blogger
  • . .ή στο Facebook . Comment using Facebook
  • . . Comment using Disqus

Δεν υπάρχουν σχόλια :