Ελληνικοί γλωσσοδέτες...
γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και "καθαρογλώσσημα"
Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και "καθαρογλώσσημα" αποτελεί συνήθως μια πρόταση, την οποία πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, με λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή επανάληψη. Παλαιότερα αποτελούσε και "τεστ" προφορικών εισαγωγικών εξετάσεων στις στρατιωτικές Σχολές. Μερικοί γλωσσοδέτες για να μπερδέψετε τη γλώσσα σας:
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαινω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.
Της καρέκλας το ποδάρι ξεκερεκλοποδαρώθηκε και την πήγαν στον ξεκαρεκλοποδαροτή να την ξεκαρεκλοποδαρώσει.
Ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας ανέβηκε στη τζιτζιριά, τη μιτζιριά, τη τζιτζιμιτζιχοτζιρια κα έριξε τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα, τα τζιζτιμιτζιχότζιρα.
Είχαμε μια συκιά ορτή, και βερικοκυκλωτή, κι έκανε σύκα ορτά, και βερικοκυκλωτά, και πάει ο σκύλος ο ορτός, ο βερικοκυκλωτός, να φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά. Πάω να βρω μια βέργα ορτή, και βερικοκυκλωτή, να δείρω τον σκύλο τον ορτό, τον βερικοκυκλωτό, μη φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά.
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Μια πάπια μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
Ο γιος του Ρουμπή, του Κουμπή, του ρουμποκομπολογή, βγήκε να ρουμπέψει, να κουμπέψει, να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήδες, οι κουμπήδες, οι ρουμποκομπολογήδες.
Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός, να φάει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.
Έφαγα και χόρτασα, ζεστά, ξερά, σκαστά κουκιά, με τη ζεστή, ξερή σκαστή κουτάλα.
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε; Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
Της καρέκλας το πόδι ξεκαρεκλοποδαριάστηκε. Ε! το ξεκαρεκλοποδαριασμένο!
Νερό, λινάρι, νερολίναρο, νεροκαθαρολίναρο.
Μια κούπα καπακωτή, μια κούπα ξεκαπάκωτη, μια κούπα καπακωμένη, μια κούπα ξεκαπακωμένη.
Via
Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και "καθαρογλώσσημα" αποτελεί συνήθως μια πρόταση, την οποία πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, με λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή επανάληψη. Παλαιότερα αποτελούσε και "τεστ" προφορικών εισαγωγικών εξετάσεων στις στρατιωτικές Σχολές. Μερικοί γλωσσοδέτες για να μπερδέψετε τη γλώσσα σας:
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαινω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.
Της καρέκλας το ποδάρι ξεκερεκλοποδαρώθηκε και την πήγαν στον ξεκαρεκλοποδαροτή να την ξεκαρεκλοποδαρώσει.
Ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας ανέβηκε στη τζιτζιριά, τη μιτζιριά, τη τζιτζιμιτζιχοτζιρια κα έριξε τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα, τα τζιζτιμιτζιχότζιρα.
Είχαμε μια συκιά ορτή, και βερικοκυκλωτή, κι έκανε σύκα ορτά, και βερικοκυκλωτά, και πάει ο σκύλος ο ορτός, ο βερικοκυκλωτός, να φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά. Πάω να βρω μια βέργα ορτή, και βερικοκυκλωτή, να δείρω τον σκύλο τον ορτό, τον βερικοκυκλωτό, μη φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά.
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Μια πάπια μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
Ο γιος του Ρουμπή, του Κουμπή, του ρουμποκομπολογή, βγήκε να ρουμπέψει, να κουμπέψει, να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήδες, οι κουμπήδες, οι ρουμποκομπολογήδες.
Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός, να φάει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.
Έφαγα και χόρτασα, ζεστά, ξερά, σκαστά κουκιά, με τη ζεστή, ξερή σκαστή κουτάλα.
Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε; Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
Της καρέκλας το πόδι ξεκαρεκλοποδαριάστηκε. Ε! το ξεκαρεκλοποδαριασμένο!
Νερό, λινάρι, νερολίναρο, νεροκαθαρολίναρο.
Μια κούπα καπακωτή, μια κούπα ξεκαπάκωτη, μια κούπα καπακωμένη, μια κούπα ξεκαπακωμένη.
Via
Labels
ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Post A Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια :